συμφρονώ

συμφρονώ
-έω, ΜΑ [σύμφρων, -ονος]
έχω τα ίδια φρονήματα, συμφωνώ («συνεφρόνησαν ἀλλήλοις εἰς τὸ μὴ συντελεῑν», Πολ.)
αρχ.
1. συγκατανεύω
2. βρίσκομαι σε αρμονία με κάτι
3. σκέπτομαι, εξετάζω
4. βρίσκω τις αισθήσεις μου, συνέρχομαι («πολὺν χρόνον ἄναυδος ἦν
μόλις δὲ συμφρονήσας», Πλούτ.)
5. συλλαμβάνω μια ιδέα, σκέπτομαι κάτι συγχρόνως με κάποιον άλλο
6. φρ. «συμφρονεῑν ταὐτά» — έχω την ίδια γνώμη με κάποιον (Πολ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συμφρονῶ — συμφρονέω to be of one mind with pres subj act 1st sg (attic epic doric) συμφρονέω to be of one mind with pres ind act 1st sg (attic epic doric) συμφρονέω to be of one mind with pres subj act 1st sg (attic epic doric) συμφρονέω to be of one mind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφρονίζω — ΜΑ [συμφρονώ] μσν. μέσ. συμφρονίζομαι επανέρχομαι στα λογικά μου αρχ. σωφρονίζω …   Dictionary of Greek

  • συμφρόνημα — τὸ, Μ [συμφρονῶ] συμφρόνησις* …   Dictionary of Greek

  • συμφρόνησις — ήσεως, ἡ, ΜΑ, και δωρ. τ. συμφρόνασις Α [συμφρονῶ] 1. ομοφωνία, συμφωνία, σύμπνοια 2. (κατ επέκτ.) αρμονία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”